- ἀγχιβλώς
- ἀγχι-βλώς· ἄρτι παρών, Hsch., EM15.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγχιβλώς — ἀγχιβλώς, ο (Α) αυτός που ήρθε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + βλώσκω] … Dictionary of Greek